βέβακ' — βέβακα , βάζω speak perf ind act 1st sg βέβακε , βάζω speak perf imperat act 2nd sg βέβακε , βάζω speak perf ind act 3rd sg βέβᾱκα , βαίνω walk perf ind act 1st sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk perf imperat act 2nd sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβαχ' — βέβακα , βάζω speak perf ind act 1st sg βέβακε , βάζω speak perf imperat act 2nd sg βέβακε , βάζω speak perf ind act 3rd sg βέβᾱκα , βαίνω walk perf ind act 1st sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk perf imperat act 2nd sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek