βέβακε

βέβακε
βάζω
speak
perf imperat act 2nd sg
βάζω
speak
perf ind act 3rd sg
βέβᾱκε , βαίνω
walk
perf imperat act 2nd sg (doric)
βέβᾱκε , βαίνω
walk
perf ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βέβακ' — βέβακα , βάζω speak perf ind act 1st sg βέβακε , βάζω speak perf imperat act 2nd sg βέβακε , βάζω speak perf ind act 3rd sg βέβᾱκα , βαίνω walk perf ind act 1st sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk perf imperat act 2nd sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέβαχ' — βέβακα , βάζω speak perf ind act 1st sg βέβακε , βάζω speak perf imperat act 2nd sg βέβακε , βάζω speak perf ind act 3rd sg βέβᾱκα , βαίνω walk perf ind act 1st sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk perf imperat act 2nd sg (doric) βέβᾱκε , βαίνω walk …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”